αισθητικός

αισθητικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με τα αισθητήρια: Οι αισθητικές θηλές των φυτών.
2. αυτός που έχει σχέση με την αισθητική, την επιστήμη του ωραίου: Τα αισθητικά φαινόμενα άρχισαν να μελετιούνται συστηματικά από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
3. το αρσ., αισθητικός ως ουσ., αυτός που ασχολείται συστηματικά με την επιστήμη του ωραίου: Ένας από τους μεγάλους αισθητικούς του 19ου αιώνα ήταν ο Ιππόλυτος Τεν.
4. το θηλ., η αισθητική ως ουσ. σημαίνει την επιστήμη του ωραίου, την καλολογία: Από τους αρχαίους Έλληνες με την αισθητική ασχολήθηκαν κυρίως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Δημόκριτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰσθητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • αἰσθητικά — αἰσθητικός of neut nom/voc/acc pl αἰσθητικά̱ , αἰσθητικός of fem nom/voc/acc dual αἰσθητικά̱ , αἰσθητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικώτερον — αἰσθητικός of adverbial comp αἰσθητικός of masc acc comp sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικωτέρων — αἰσθητικός of fem gen comp pl αἰσθητικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικῶν — αἰσθητικός of fem gen pl αἰσθητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικόν — αἰσθητικός of masc acc sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικώτατα — αἰσθητικός of adverbial superl αἰσθητικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικώτατον — αἰσθητικός of masc acc superl sg αἰσθητικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητικαῖς — αἰσθητικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”